- φαρμακεργάτης
- ο, ΝΜ, και θηλ. φαρμακεργάτρια Ννεοελλ.1. υπάλληλος φαρμακείου υπό την εποπτεία τού φαρμακοποιού2. εργάτης φαρμακοβιομηχανίαςμσν.παρασκευαστής φαρμάκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + ἐργάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek